Κυστεοουρητηρικηπαλινδρόμηση (ΚΟΠ) χαρακτηρίζεται η μη φυσιολογική μετακίνηση ούρων από την κύστη προς τον ουρητήρα (και ενίοτε προς τη νεφρική πύελο και το νεφρικό παρέγχυμα). Οφείλεται σε δυσλειτουργία της κυστεοουρητηρικής συμβολής που υπό κανονικές συνθήκες δημιουργεί έναν μηχανισμό βαλβίδας που δεν επιτρέπει την είσοδο των ούρων στον ουρητήρα.
Διακρίνεται σε δύο μορφές. Στην πρωτοπαθή το κατώτερο ουροποιητικό (δηλαδή η κύστη και η ουρήθρα) δεν παρουσιάζει δομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες. Υπάρχει από τη γέννηση και είναι η συχνότερη ανωμαλία του ουροποιητικού που παρατηρείται στα παιδιά. Στη δευτεροπαθή όπου παρατηρούνται ανωμαλίες που δημιουργούν αποφρακτικά φαινόμενα όπως οι βαλβίδες της οπίσθιας ουρήθρας* ή διαταραγμένη λειτουργία όπως η νευρογενής κύστη. Η δευτεροπαθής μπορεί να προκύψει και σε οποιαδήποτε ηλικία εφόσον υπάρχει αίτιο που παρεμποδίζει την ομαλή ροή των ούρων από την κύστη. Και στις δύο περιπτώσεις η κυστεοουρητηρική συμβολή αποτυγχάνει να εμποδίσει τη ροή των ούρων από την κύστη προς τον ουρητήρα με αποτέλεσμα τα μικρόβια να βρίσκουν δίοδο για το ανώτερο ουροποιητικό και να προκαλούν επεισόδια πυελονεφρίτιδας. Επίσης μπορεί να είναι μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη.
Διάγνωση
Η υποψία μπορεί να τεθεί από την ενδομήτρια ζωή όπου ο υπερηχογραφικός έλεγχος του εμβρύου μετά την 28η εβδομάδα μπορεί να δείξει παροδική διάταση του ανώτερου ουροποιητικού κατά τη διάρκεια της ούρησης ή να φανεί υδρονέφρωση. Η υδρονέφρωση μπορεί να έχει πολλαπλές αιτίες όπως η στένωση της συμβολής της νεφρικής πυέλου με τον ουρητήρα, οι βαλβίδες της οπίσθιας ουρήθρας, η ουρητηροκήλη, αλλά σε σημαντικό ποσοστό (ως και 20%) οφείλεται σε ΚΟΠ.
Σε αυτά τα παιδιά άμεσα μετά τη γέννηση γίνεται διαγνωστικός έλεγχος στο τέλος της 1ης εβδομάδας με υπέρηχο. Λόγω όμως της πιθανότητας ψευδώς (-) αποτελέσματος, υποβάλλονται στο 1ο τρίμηνο σε κυστεοουρηθρογραφία. Το ποσοστό των παιδιών που έχουν ΚΟΠ και είχαν υδρονέφρωση στον προγεννητικό υπερηχο είναι 40%. Επί επιβεβαίωσης της διάγνωσης λαμβάνουν αγωγή ακόμα και χωρίς κλινική εκδήλωση.
Συχνότερα πάντως η υποψία δημιουργείται σε μεγαλύτερη ηλικία μετά από ένα επεισόδιο ουρολοίμωξης. Η πιθανότητα ένα παιδί με ουρολοίμωξη να έχει ΚΟΠ είναι 45% για παιδιά μέχρι 2 ετών και μειώνεται στο 10% για μεγαλύτερα παιδιά.
Σε περίπτωση λοιπόν ουρολοίμωξης, αρχικά γίνεται υπέρηχος νεφρών που μπορεί να δείξει υδρονέφρωση αν η κατάσταση είναι χρόνια και σοβαρή, ατροφία του νεφρικού παρεγχύματος αν έχει ήδη εγκατασταθεί νεφρική ανεπάρκεια, ουλές στα νεφρά από παλαιότερα επεισόδια πυελονεφρίτιδας ή να αναδείξει φυσιολογικά νεφρά αν η περίπτωση είναι ήπια. Στη συνέχεια γίνεται DMSA σπινθηρογράφημα (στατικό σπινθηρογράφημα νεφρών) που θα δείξει αν έχουν σχηματιστεί ουλές. Οι ουλές μπορεί να προέρχονται από παλαιότερες πυελονεφρίτιδες ή να είναι αποτέλεσμα της πρόσφατης ουρολοίμωξης. Για να δούμε αν είναι μόνιμες επαναλαμβάνουμε το DMSA σε 6 μήνες. Στο μεταξύ ο ασθενής λαμβάνει αντιβιοτική αγωγή και εφόσον αυτή ολοκληρωθεί και έχει αντιμετωπιστεί η ουρολοίμωξη, υποβάλλεται σε ανιούσα κυστεουρηθρογραφία που είναι η εξέταση επιλογής. Με αυτή θα τεθεί η διάγνωση και επιπλέον θα δοθούν πληροφορίες για το στάδιο της ΚΟΠ. Εναλλακτική εξέταση είναι η ραδιοϊσοτοπική κυστεοουρηθρογραφία που δεν είναι τόσο λεπτομερής αλλά έχει το πλεονέκτημα της λιγότερης ακτινοβολίας. Πάντως σε αυτό τον πρώτο έλεγχο προτιμάται η ανιούσα τόσο για τη σταδιοποίηση όσο και για την ανάδειξη πιθανών ανατομικών ανωμαλιών.
Ο παραπάνω έλεγχος γίνεται σε κάθε παιδί <5 ετών με ουρολοίμωξη, σε κάθε παιδί ανεξαρτήτως ηλικίας με πυελονεφρίτιδα και σε κάθε αγόρι με συμπτωματική ουρολοίμωξη.